- τετραδιάτικος
- η , ο относящийся к среде (дню недели)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετραδιάτικος — η, ο, Ν αυτός που αναφέρεται στην Τετάρτη. επίρρ... τετραδιάτικα Ν κατά την Τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τετράδη «τετάρτη» + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, μην ιάτικος)] … Dictionary of Greek